- ἀλίτω
- ἀλίτηςmasc gen sg (attic epic ionic)ἀλιταίνωsinaor subj act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλιτώ — ἀλιτῶ ( έω) (Α) αμαρτάνω, σφάλλω. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλλ. τ. τού ρημ. ἀλιταίνω] … Dictionary of Greek